αλευροποίηση

αλευροποίηση
[-ις (-εως)] η превращение в муку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλευροποίηση" в других словарях:

  • αλευροποίηση — η η μετατροπή ενός πράγματος σε αλεύρι: Η αλευροποίηση των σιτηρών γίνεται στους αλευρόμυλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευροποίηση — η (Τροφ. Τεχνολ.) η πρώτη μετατροπή τού σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος από το αλευροποιώ] …   Dictionary of Greek

  • δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… …   Dictionary of Greek

  • αλευροβιομηχανία — η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την αλευροποίηση τών σπόρων σιτηρών, την παραγωγή διαφόρων τύπων αλεύρου καθώς και υποπροϊόντων, τη συσκευασία και εμπορία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο ή αλεύρι + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιώ — (Α ἀλευροποιῶ έω) παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλευροποιός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση] …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»